- -ίδης
- κατάλ. αρσ. πατρωνυμικών όν., η οποία σχηματίζεται από το πρόσφυμα -ιδ-και τη δηλωτική αρσ. ονομάτων κατάλ. -ης (το -ι- τού -ιδ- προέρχεται πιθ. από θέματα ουσ. σε -ι-, ενώ το -δ- αποτελεί παρέκταση). Αρχικά η κατάλ. δήλωνε τον γιο (πρβλ. Αγαμεμνον-ίδης «ο γιος τού Αγαμέμνονος, ο Ορέστης») σπανιότερα τον εγγονό (πρβλ. Αιακ-ίδης «ο εγγονός τού Αιακού, ο Αχιλλεύς») και κατ' επέκτ. γενικά τους απογόνους (πρβλ. Κοδρ-ίδαι «οι απόγονοι τού Κόδρου, οι Αθηναίοι») ή τους ανήκοντες σε μία δυναστεία (πρβλ. Αντιγον-ίδαι, Αχαιμεν-ίδαι, Σελευκ-ίδαι). Η κατάλ. -ίδης εμφανίζεται επίσης σε αρχ. επίθ. και δηλώνει την ευγένεια τής καταγωγής (πρβλ. ευπατρ-ίδης, κοιραν-ίδης «αυτός που ανήκει σε ηγεμονικό οίκο», ηγεμον-ίδης) καθώς και σε κωμικά, υποτιμητικά επίθ. (πρβλ. μισθαρχ-ίδης, σπουδαρχ-ίδης). Στη Νέα Ελληνική η κατάλ. εμφανίζεται σε επώνυμα τών οποίων το θ. είναι κύριο όν. συνήθως αρσενικό (πρβλ. Αγγελ-ίδης, Κωνσταντιν-ίδης, Παντελ-ίδης).Παραδείγματα λ. σε -ίδης είναι: αρχ. Ασκληπίδης, Ατρείδης, βασιλείδης, δραπετίδης, Ερεχθείδης, ευφρονίδης, ηγεμονίδης, Ηρακλείδης, Θησείδης, κοιρανίδης, Κρονίδης, Κυψελίδης, κωμαρχίδης, μισθαρχίδης, Ομηρίδης, Περσείδης, Πηλείδης, Πριαμίδης, σπουδαρχίδης.
Dictionary of Greek. 2013.